Ύπνωση & Υπνοθεραπεία: Θεωρίες και Ορισμοί

Παρόλο που η ύπνωση και η υπνοθεραπεία έχουν σημειώσει σημαντική ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες και χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά από έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό εκπαιδευμένων θεραπευτών, οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει ακόμη σε μια συμφωνία σχετικά με το τι είναι ακριβώς ύπνωση. Παρουσιάζουμε εδώ εν συντομία μερικές από τις επικρατέστερες σήμερα θεωρίες και ορισμούς της ύπνωσης.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια οι επιστημονικές θεωρίες και τα συμπεράσματα ορισμένων πρωτοπόρων ερευνητών του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα έχουν, μετά την επαλήθευσή τους από πειραματικές και κλινικές έρευνες, επιστρέψει στο προσκήνιο και ήδη ασκούν μεγάλη επιρροή σε πολλές σύγχρονες προσεγγίσεις στην ψυχοθεραπεία, αλλά και στις σύγχρονες θεωρίες σχετικά με τις νοητικές και συναισθηματικές δομές και λειτουργίες του ανθρώπου, περιλαμβανομένης και της ύπνωσης.

Ένας από τους πιο σημαντικούς πρωτοπόρους ερευνητές αυτής της εποχής ήταν ο Γάλλος Pierre Janet (1857-1947). Ο Janet ήταν ο πρώτος επιστήμονας που περιέγραψε, πριν από τον Φρόϋντ, το ασυνείδητο και τις λειτουργίες του. Ο Janet ήταν επίσης ο πρώτος που ανακάλυψε και περιέγραψε μια άλλη πολύ σημαντική λειτουργία του νου, την «ψυχολογική αποσύνδεση». Ψυχολογική αποσύνδεση ονομάζεται η κατάσταση κατά την οποία μια ομάδα ψυχολογικών διεργασιών, ιδεών, συναισθημάτων και πράξεων διαχωρίζεται ή αποκόπτεται από τον κυρίως κορμό της προσωπικότητας και αποκτά κατά κάποιο τρόπο ανεξάρτητη ύπαρξη. Ο Janet υποστήριζε ότι και η κατάσταση που προκαλείται κατά την ύπνωση οφείλεται σε ένα είδος «ψυχολογικής αποσύνδεσης». Αντίθετα όμως από τον δάσκαλό του Charcot, ο οποίος πίστευε ότι αυτό το είδος αποσύνδεσης είναι δυνατόν μόνο σε άτομα με «αδύναμο» νευρικό σύστημα ή με προδιάθεση για υστερία και ότι στην πραγματικότητα η ύπνωση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τεχνητή δημιουργία υστερο-επιληπτικών συμπτωμάτων σε άτομα με τέτοια προδιάθεση, ο Janet ήταν πεπεισμένος ότι η αποσύνδεση είναι φυσιολογικό φαινόμενο.

Σύμφωνα με τον Janet, κάποιος βαθμός ψυχολογικής και συναισθηματικής αποσύνδεσης χαρακτηρίζει τη δομή και λειτουργία του υποσυνειδήτου ή ασυνειδήτου όλων των ανθρώπων, φυσιολογικών και μη. Η μόνη διαφορά μεταξύ φυσιολογικών ατόμων και ατόμων με ψυχολογικά προβλήματα είναι ότι στα άτομα με προβλήματα η αποσύνδεση είναι πολύ πιο έντονη, σε βαθμό που ορισμένα πλέγματα ή ομάδες ιδεών, συναισθημάτων και πράξεων μπορεί να είναι απομονωμένα και να μην επικοινωνούν με την υπόλοιπη προσωπικότητα. Σύμφωνα με τον Janet, η μόνη μέθοδος πρόσβασης σ’ αυτές τις υποσυνείδητες δομές και λειτουργίες είναι η ύπνωση. Η θεωρία του Janet έχει επαληθευτεί πειραματικά και κλινικά από παλαιότερους αλλά και σύγχρονους ερευνητές. Στους παλαιότερους ερευνητές περιλαμβάνονται ο Alfred Binet και ο William James και στους πιο σύγχρονους ο Ernest Hilgard, οι John και Helen Watkins, ο Spiegel, ο Terr, ο Beahrs και πολλοί άλλοι κορυφαίοι επιστήμονες και ερευνητές.

Ο διάσημος Αμερικανός ερευνητής Ernest Hilgard μετά από μία σειρά πειραμάτων στα οποία χρησιμοποιήθηκε ένα μοντέλο επεξεργασίας πληροφοριών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διάφορα γνωστικά υποσυστήματα αποσπώνται από το «εκτελεστικό εγώ» (executive ego), δηλαδή το συνειδητό τμήμα της προσωπικότητας, και η επεξεργασία τους γίνεται εκτός του πεδίου αντίληψης του συνειδητού. Το συνειδητό όμως μπορεί να έχει πρόσβαση σ’ αυτές τις πληροφορίες μέσω ύπνωσης. Σύμφωνα με τον Hilgard, ένας συνδυασμός αποσύνδεσης και μερικής ή ολικής έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ αυτών των γνωστικών υποσυστημάτων, είναι η αιτία που τα υπνωτικά φαινόμενα και οι αντιδράσεις κατά την ύπνωση βιώνονται σαν αυτόνομα. Τα πειράματα του Hilgard επαλήθευσαν παρόμοια πειράματα που είχαν διεξαχθεί στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Γάλλο ψυχολόγο Alfred Binet. Τα πειράματα του Hilgard επαναλήφθηκαν και προεκτάθηκαν από τους John και Helen Watkins, οι οποίοι ανακάλυψαν ότι τα γνωστικά αυτά υποσυστήματα είναι μόνιμες λειτουργικές πλευρές της προσωπικότητας, περιλαμβάνουν συγκεκριμένες πεποιθήσεις, συναισθήματα και εμπειρίες και είναι υπεύθυνα για συγκεκριμένες ψυχικές ή / και σωματικές λειτουργίες καθώς και εκδηλώσεις της προσωπικότητας. Οι John και Helen Watkins ονόμασαν αυτές τις πλευρές της προσωπικότητας «Καταστάσεις του Εγώ» (Ego States). Πρόσβαση στις καταστάσεις του εγώ είναι δυνατή μόνο μέσω ύπνωσης.

Μετά την επαλήθευσή τους από τους παραπάνω ερευνητές, οι θεωρίες του Janet, δηλαδή οι θεωρίες οι οποίες υποστηρίζουν ότι τμήματα της προσωπικότητας διαχωρίζονται ή αποσυνδέονται από το συνειδητό μέρος της προσωπικότητας και οι οποίες εκδηλώνονται εξωτερικά κατά την ύπνωση, ασκούν και πάλι στον 21ο αιώνα μεγάλη επιρροή στην σύγχρονη υπνοθεραπεία και, πιο συγκεκριμένα, στις υπνοθεραπευτικές προσεγγίσεις οι οποίες βασίζονται στην αντίληψη ότι παρόλο που η ανθρώπινη προσωπικότητα εμφανίζεται επιφανειακά ως μία αμιγής οντότητα, αποτελεί στην πραγματικότητα μια πολλαπλότητα. Δηλαδή, αποτελείται από πολλές, όπως ονομάζονται, πλευρές, υποπροσωπικότητες ή καταστάσεις του εγώ.

Τι Είναι Ύπνωση

Υπάρχουν πολλές διαφορετικές θεωρίες σχετικά με το τι είναι ύπνωση και πως λειτουργεί. Οι περισσότερες από αυτές τις θεωρίες, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, περιλαμβάνουν τα κύρια χαρακτηριστικά φαινόμενα της ύπνωσης, εκεί όμως που διαφέρουν είναι στο ποια φαινόμενα θεωρούν ως περισσότερο σημαντικά καθώς και στις ερμηνείες που δίνουν σχετικά με αυτά τα φαινόμενα.

Υπάρχει όμως και ένας σημαντικός τομέας μελέτης με τον οποίο λίγοι μόνο ερευνητές έχουν ασχοληθεί σε σχέση με την ύπνωση, η εντόπιση και μελέτη του τμήματος ή των τμημάτων του νευρικού συστήματος τα οποία ενεργοποιούνται κατά την ύπνωση. Σε άλλο άρθρο θα ασχοληθούμε πιο αναλυτικά και εμπεριστατωμένα με τα τμήματα και τις λειτουργίες του νευρικού συστήματος που, απ’ όσο γνωρίζουμε προς το παρόν, παίζουν σημαντικό ρόλο στην ύπνωση. Σ’ αυτό το άρθρο θα αρκεστούμε σε ορισμένα μόνο στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τι είναι ύπνωση.

Η κατάσταση ύπνωσης μπορεί να επιτευχθεί με ή χωρίς χαλάρωση. Ύπνωση μέσω βαθιάς χαλάρωσης χρησιμοποιείται χωρίς εξαίρεση στην κλινική υπνοθεραπεία. Η υπνωτική χαλάρωση έχει και από μόνη της, χωρίς συγκεκριμένη θεραπεία ή θεραπευτικές υποβολές, θετικά αποτελέσματα όπως, για παράδειγμα, ελάττωση του στρες και του άγχους. Η ύπνωση μπορεί όμως να επιτευχθεί και χωρίς χαλάρωση όπως, για παράδειγμα, στις περισσότερες περιπτώσεις θεατρικού υπνωτισμού. Το ερώτημα που δημιουργείται είναι κατά πόσο έχουμε να κάνουμε με ένα ή δύο διαφορετικά είδη ή τύπους ύπνωσης. Διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι μάλλον πρόκειται για δύο διαφορετικούς τύπους ύπνωσης αν και πολλά, αλλά όχι όλα, τα φαινόμενά που παρουσιάζουν είναι παρόμοια. Αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι στην ύπνωση μέσω χαλάρωσης ενεργοποιείται κυρίως το παρασυμπαθητικό τμήμα του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ενώ σε άλλα είδη ύπνωσης ενεργοποιείται κυρίως το συμπαθητικό τμήμα του νευρικού συστήματος. Ορισμένοι έχουν ονομάσει τον πρώτο τύπο ύπνωσης «θετική ύπνωση» (Positive Hypnosis) και τον δεύτερο «αρνητική ύπνωση» (Negative Hypnosis).

Το συμπαθητικό σύστημα είναι το σύστημα των νεύρων που συνδέουν το νωτιαίο μυελό με τα σπλάχνα. Στη διαδρομή τους συναντούν τα συμπαθητικά γάγγλια, που βρίσκονται από τη μια και την άλλη πλευρά της σπονδυλικής στήλης.
Το παρασυμπαθητικό σύστημα ξεκινά και αυτό από το νωτιαίο με κατεύθυνση προς τα σπλάχνα, αλλά δεν περνάει από τα συμπαθητικά γάγγλια. Τα δύο αυτά συστήματα ανήκουν στο αυτόνομο ή αλλιώς φυτικό νευρικό σύστημα, βρίσκονται σε μια σχέση ανταγωνιστικότητας αλλά και συμπλήρωσης μεταξύ τους και ενεργούν ανεξάρτητα από τη θέληση του ανθρώπου.

Η δράση των δύο αυτών συστημάτων είναι πολύπλοκη, για τους σκοπούς όμως αυτού του άρθρου θα μπορούσαμε να πούμε ότι, γενικά, η διέγερση του ενός ή του άλλου συστήματος μας επηρεάζει με αντίθετο τρόπο. Το συμπαθητικό σύστημα προετοιμάζει τον οργανισμό για δράση , δηλαδή διεγείρει όλα τα συστήματα του οργανισμού προετοιμάζοντάς τον για μια έντονη κατάσταση. Χαρακτηριστικό του συμπαθητικού συστήματος είναι ότι επενεργεί σε πολλά όργανα συγχρόνως. Υπερδιέγερση του συμπαθητικού συστήματος μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα όμοια με αυτά της υστερίας, δηλαδή φαινόμενα σαν αυτά που παρατηρούνται και στην ύπνωση, όπως καταληψία, αναλγησία κλπ. Όταν το συμπαθητικό σύστημα βρίσκεται σε υπερδιέγερση, η δράση του ατόμου είναι αντανακλαστική και αυτόματη. Δηλαδή, παρακάμπτονται οι λογικές, συνειδητές λειτουργίες του νου, αυτό ακριβώς που συμβαίνει και κατά την ύπνωση. Υπερδιέγερση του συμπαθητικού συστήματος μπορεί να προκληθεί τεχνητά μέσω των μεθόδων της «αρνητικής» ύπνωσης όπως, για παράδειγμα, αυτές που χρησιμοποιούνται στον θεατρικό υπνωτισμό. Υπνωτικές και μετα-υπνωτικές υποβολές και εντολές μπορούν να δοθούν με μεγάλη αποτελεσματικότητα στην κατάσταση αρνητικής ύπνωσης.

Αντίθετα, το παρασυμπαθητικό σύστημα ρυθμίζει το ζωτικά όργανα του σώματος για καταστάσεις χαλάρωσης και ηρεμίας, ελεύθερες από ερεθίσματα για έντονη δράση, βάζει δηλαδή «φρένο» στη διέγερση του οργανισμού. Χαρακτηριστικό του παρασυμπαθητικού συστήματος είναι ότι επενεργεί σε ένα, ένα όργανο ξεχωριστά και όχι σε πολλά όργανα συγχρόνως όπως το συμπαθητικό σύστημα. Παροτρύνσεις για σωματική χαλάρωση με χρήση ενός αργού και ήρεμου τόνου φωνής, αργή και ήρεμη αναπνοή, επικέντρωση σε νοητικές εικόνες που προκαλούν γαλήνη και ηρεμία, απαλή μουσική κλπ., οδηγούν σε σταδιακή και τελικά πλήρη ενεργοποίηση του παρασυμπαθητικού συστήματος.

Η ενεργοποίηση του παρασυμπαθητικού συστήματος παράγει τη γνωστή «υπνωτική έκσταση», η οποία χαρακτηρίζεται από βαθιά ηρεμία, γαλήνη, μερική ή και πλήρη αποστασιοποίηση από εξωτερικά ερεθίσματα και μερική ή πλήρη επικέντρωση στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου. Η ομοιότητα μεταξύ της αρνητικής και της θετικής ύπνωσης, είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις παρακάμπτονται οι λογικές, συνειδητές λειτουργίες του νου. Στη θετική ύπνωση καθώς το παρασυμπαθητικό σύστημα ενεργοποιείται σταδιακά, και καθώς ταυτόχρονα ελαττώνεται η ανάγκη διέγερσης του φλοιού του εγκεφάλου για συνειδητή δράση, λόγω της επικέντρωσης της προσοχής σε συγκεκριμένες ευχάριστες αισθήσεις, εικόνες, ήχους κλπ. και της αποστασιοποίησης από τα όποια εξωτερικά ερεθίσματα, απενεργοποιούνται σταδιακά και τελικά παρακάμπτονται οι συνειδητές, λογικές νοητικές λειτουργίες. Παροτρύνσεις καθώς και υπνωτικές και μετα-υπνωτικές υποβολές μπορούν να δοθούν με αποτελεσματικότητα στην κατάσταση θετικής ύπνωσης.

Υποβολές και εντολές που δίνονται στο πλαίσιο της αρνητικής ύπνωσης, δηλαδή της ύπνωσης που χρησιμοποιεί υπερδιέγερση του συμπαθητικού συστήματος, έχουν συχνά πιο άμεσο και θεαματικό αποτέλεσμα από τις παροτρύνσεις που γίνονται στο πλαίσιο της θετικής ύπνωσης, δηλαδή της ύπνωσης που χρησιμοποιεί ενεργοποίηση του παρασυμπαθητικού συστήματος. Όμως, οι βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιδράσεις στο άτομο των υποβολών που δίνονται στα δύο παραπάνω πλαίσια παρουσιάζουν δραματικές διαφορές μεταξύ τους. Σύμφωνα με ορισμένες έρευνες, οι υποβολές που δίνονται κατά την αρνητική ύπνωση μπορούν συχνά να δημιουργήσουν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ψυχολογικά προβλήματα, ειδικότερα σε άτομα με κάποια προδιάθεση για τέτοιου είδους προβλήματα. Και, γενικά, είναι αμφίβολο ότι οι υποβολές που γίνονται κατά την αρνητική ύπνωση μπορούν να έχουν σε οποιαδήποτε περίπτωση κάποιο θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Ας πάρουμε για παράδειγμα μια από τις κλασσικές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι υπνωτιστές στις παραστάσεις που δίνουν για το κοινό. Ο υπνωτιστής ζητάει από το άτομο που έχει ανέβει εθελοντικά στη σκηνή, να σταθεί ακίνητος σε στάση προσοχής και να κλείσει τα μάτια του. Τότε ο υπνωτιστής δίνει μια εντολή με επιτακτικό και γρήγορο τόνο φωνής, η οποία ακολουθείται από ένα δυνατό ήχο (συνήθως χτύπημα των δακτύλων). Αμέσως μετά (σχεδόν την ίδια στιγμή), ο υπνωτιστής ταλαντεύει το άτομο ελαφρά προς τα μπρος και μετά προς τα πίσω και (τις περισσότερες φορές) τον ξαπλώνει τελικά στο πάτωμα. Ο συνδυασμός των κλειστών ματιών, του ξαφνικού δυνατού ήχου και της ξαφνικής ταλάντευσης με ασυνήθιστη κατεύθυνση προκαλούν ταχεία διέγερση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Σε συνδυασμό με την παραπάνω ή άλλες παρόμοιες τεχνικές, οι θεατρικοί υπνωτιστές συχνά χρησιμοποιούν και πίεση ορισμένων νεύρων και αρτηριών, η οποία επιταχύνει και αυξάνει το βαθμό διέγερσης του συμπαθητικού συστήματος. Ένας έμπειρος θεατρικός υπνωτιστής μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο σε πλήρη υποβολιμαία κατάσταση μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Ας μη ξεχνάμε ότι το συμπαθητικό σύστημα επενεργεί σε ένα μεγάλο αριθμό σωματικών οργάνων ταυτόχρονα, έτσι το άτομο μπαίνει σε πλήρη κατάσταση αρνητικής ύπνωσης πολύ ταχύτερα απ’ ότι μπαίνει στην κατάσταση υπνωτικής έκστασης μέσω σταδιακής ενεργοποίησης του παρασυμπαθητικού συστήματος. Επίσης οι υποβολές που δίνονται κατά την αρνητική ύπνωση, γίνονται αποδεκτές και εκτελούνται με μεγαλύτερη ευκολία και αμεσότητα από τις υποβολές που δίνονται κατά τη θετική ύπνωση.

Είναι βέβαιο ότι ο τύπος ύπνωσης που χρησιμοποιούταν σε παλαιότερες εποχές και χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα σε διάφορες θρησκευτικές και μαγικές τελετουργίες, καθώς και αυτός που χρησιμοποιούσε ο Μέσμερ και οι Μεσμεριστές και άλλοι παρόμοιοι «υπνωτιστές» που υπάρχουν ακόμη και στις μέρες μας, είναι ο αρνητικός τύπος ύπνωσης ο οποίος επιτυγχάνεται μέσω της υπερδιέγερσης του συμπαθητικού τμήματος του αυτόνομου νευρικού συστήματος.

Πρέπει να σημειώσουμε, ότι συχνά οι υποβολές και η ανταπόκριση στις υποβολές μπορεί να είναι ίδιες ή παρόμοιες ανεξάρτητα αν χρησιμοποιείται αρνητική ή θετική ύπνωση. Εκείνο όμως που έχει μεγάλη σημασία είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται αυτές οι υποβολές. Στην πρώτη περίπτωση γίνονται με ενεργοποιημένο το συμπαθητικό σύστημα, ενώ στη δεύτερη με ενεργοποιημένο το παρασυμπαθητικό σύστημα. Η διαφορά είναι τεράστια όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιδράσεις στο άτομο. Θεραπεία η οποία μπορεί να επιφέρει βαθιές, θετικές αλλαγές σε ένα άτομο είναι δυνατόν να γίνει μόνο όταν το παρασυμπαθητικό σύστημα είναι ενεργοποιημένο.

Ύπνωση και Μνήμη

Στην υπνοθεραπεία θεωρείται ως δεδομένο ότι κάθε άνθρωπος περιέχει αυτό που ονομάζουμε «ολική μνήμη», δηλαδή όλες οι εμπειρίες που έχει βιώσει το άτομο από τη στιγμή της γέννησής του περιέχονται με κάθε λεπτομέρεια σ’ αυτή την ολική μνήμη. Η ολική μνήμη περιλαμβάνει επίσης και έντονες μνήμες από την περίοδο της κύησης καθώς ίσως και προγονικές μνήμες. Η ύπαρξη μνήμης από την περίοδο της κύησης, ήταν για πολλά χρόνια ένα αμφιλεγόμενο θέμα καθώς εθεωρείτο αδύνατον να υπάρχει μνήμη πριν την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Τα τελευταία χρόνια όμως έχει αποδειχτεί ότι υπάρχει αυτό που ονομάζουμε «κυτταρική μνήμη», ότι δηλαδή έντονες μνήμες καταγράφονται σε κυτταρικό επίπεδο πριν την πλήρη ανάπτυξη του εγκεφάλου.

Οι μνήμες αυτές δεν είναι μονοδιάστατες, αλλά περιέχουν ακριβώς ότι βίωσε το άτομο με όλες τις αισθήσεις του, τις ερμηνείες που έδωσε στην κάθε εμπειρία του, καθώς και τα συναισθήματα που συνόδευαν την κάθε εμπειρία στην αρχική τους ένταση. Κάτω από κανονικές συνθήκες, το συνειδητό τμήμα της προσωπικότητας δεν έχει πρόσβαση στην ολική μνήμη, με εξαίρεση ορισμένες περιπτωσιακές αναλαμπές όταν συναισθήματα, εικόνες και σκέψεις ανεβαίνουν στην επιφάνεια του συνειδητού νου, συνήθως σαν αποτέλεσμα εξωτερικών ερεθισμάτων τα οποία συνδέονται κατά κάποιο τρόπο με κάποια εμπειρία του παρελθόντος. Επίσης, γεγονότα τα οποία βρίσκονται στο συνειδητό μας νου σαν αμυδρές ή ελλιπείς αναμνήσεις, είναι καταγραμμένα στην ολική μνήμη στην πολυδιάστατη μορφή τους. Πρόσβαση στα περιεχόμενα της ολικής μνήμης είναι δυνατή μέσω ύπνωσης. Το ασυνείδητο όμως δεν είναι απλά ένας χώρος όπου με μηχανικό τρόπο αποθηκεύονται ολογραφικές μνήμες στις οποίες έχουμε πρόσβαση μέσω ύπνωσης ή και άλλων τεχνικών και μεθόδων. Το ασυνείδητο είναι δυναμικό και τα διάφορα τμήματά του έχουν πλήρη γνώση και ένα είδος νόησης, συνείδησης και βούλησης στα δικά τους επίπεδα δραστηριότητας. Γενικά, τα διάφορα τμήματα του ασυνειδήτου υποκινούν και είναι υπεύθυνα για όλες τις λειτουργίες και δραστηριότητες που δεν βρίσκονται κάτω από συνειδητό έλεγχο.

Ένας ορισμός της ύπνωσης ο οποίος δεν καλύπτει πλήρως όλα της τα φαινόμενα, αλλά περιγράφει τις βασικές συνθήκες μέσα στις οποίες είναι δυνατόν να γίνει θεραπεία μέσω ύπνωσης είναι ο εξής:

Ύπνωση είναι η δυνατότητα επικοινωνίας με το υποσυνείδητο ή ασυνείδητο τμήμα το νου η οποία επιτυγχάνεται όταν υπάρχει η παρουσία ασυνείδητης ανταπόκρισης ή αντίδρασης σε υποβολές ή παροτρύνσεις. Η ασυνείδητη ανταπόκριση ή αντίδραση αναγνωρίζεται από το γεγονός ότι δεν εκκινείται από τον συνειδητό νου και συμβαίνει ανεξάρτητα από τη συνειδητή βούληση.

Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που υπάρχει αποδοχή μιας ιδέας, υποβολής ή παρότρυνσης, χωρίς την ανάμειξη της συνειδητής βούλησης, το άτομο βρίσκεται σε επίπεδο ύπνωσης στο οποίο μπορεί να γίνει θεραπεία. Εφόσον η παρουσία του συνειδητού νου δεν εμποδίζει την επικοινωνία του θεραπευτή με το ασυνείδητο, δεν είναι αναγκαίο το άτομο να βρίσκεται σε βαθιά επίπεδα ύπνωσης όπου το συνειδητό είναι σχεδόν ή πλήρως απενεργοποιημένο, για να είναι δυνατόν να γίνει αποτελεσματική θεραπεία. Φυσικά αυτό εξαρτάται από το είδος του προβλήματος που παρουσιάζει ο πελάτης και από τον τύπο θεραπευτικής προσέγγισης που χρησιμοποιείται από τον θεραπευτή. Σε ορισμένες περιπτώσεις η σχεδόν ή πλήρης απενεργοποίηση του συνειδητού, είναι απαραίτητη για τη επίτευξη επιθυμητών θεραπευτικών αποτελεσμάτων. Η υπνοθεραπευτική διαδικασία πάντως αρχίζει σε όλες τις περιπτώσεις, από τη στιγμή που παρατηρείται η πρώτη ασυνείδητη ανταπόκριση ή αντίδραση. Στην πραγματικότητα, η υπνοθεραπευτική διαδικασία αρχίζει πολύ πριν την διαδικασία της υπνωτικής επαγωγής, δηλαδή, από τη στιγμή που ο πελάτης μπαίνει στο γραφείο του θεραπευτή και συνεχίζεται και μετά την ύπνωση μέχρι το τέλος της συνεδρίας. Αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά οι πεπειραμένοι θεραπευτές.

Όσον λοιπόν αφορά τη χρήση της για θεραπευτικούς σκοπούς, η ύπνωση θεωρείται ως μία συνεχής, εξελικτική διαδικασία η οποία δεν περιορίζεται μόνο μέσα στα στενά πλαίσια της τυπικής επαγωγής και υπνωτικής διαδικασίας. Οι διάφορες τεχνικές ύπνωσης έχουν βασικά ως σκοπό την εξασφάλιση μιας λειτουργικής επικοινωνίας με διάφορα ασυνείδητα ή υποσυνείδητα τμήματα του νου. Ο πεπειραμένος θεραπευτής μπορεί όμως να εξασφαλίσει μια τέτοια επικοινωνία με έμμεσο τρόπο και πριν την εφαρμογή της υπνωτικής τεχνικής, ενώ επιφανειακά συζητάει με τον πελάτη του σε συνειδητό επίπεδο. Η έμμεση αυτή επικοινωνία με το ασυνείδητο, διευκολύνει κατά πολύ την κύρια θεραπεία που γίνεται μέσα στο πλαίσιο της τυπικής ύπνωσης, όπου ο θεραπευτής έχει άμεση επικοινωνία με το ασυνείδητο.

Σε ψυχοφυσιολογικό επίπεδο μπορεί να διατυπωθεί η άποψη ότι η κατάσταση υπνωτικής έκστασης (hypnotic trance) προκύπτει όταν το αριστερό (δηλαδή το «λογικό») ημισφαίριο του εγκεφάλου αποδυναμώνεται, επιτρέποντας στο δεξί ημισφαίριο να επικρατήσει. Κατά συνέπεια, όταν η λογική είναι αποδυναμωμένη, το «λογικό» δεν επιβάλλει περιορισμούς κατά τη διεργασία της λήψης αποφάσεων και το άτομο είναι πιο «δημιουργικό και δεκτικό σε καθοδήγηση» από ότι συνήθως. Στην κατάσταση της ύπνωσης προβαίνει συχνά σε πράξεις οι οποίες δεν έχουν λογική βάση ή αλληλουχία, αυτές οι πράξεις όμως γίνονται αποδεκτές από το άτομο κατά τη διάρκεια της έκστασης και, σε συνδυασμό και με άλλη θεραπεία, ενδέχεται να έχουν πολύ καλά θεραπευτικά αποτελέσματα.

Η «λογική της έκστασης» (trance logic) είναι ένας όρος που αναφέρεται σε μια σειρά από χαρακτηριστικά φαινόμενα νοητικών λειτουργιών που απαντώνται κατά τη διάρκεια της έκστασης. Αυτά τα χαρακτηριστικά φαινόμενα ή η λογική της έκστασης, έχουν σχέση κυρίως με αλλαγές στο τρόπο αντίληψης και σύνδεσης νοημάτων καθώς και στην επεξεργασία της γλώσσας. Οι λέξεις, υπό τη λογική της έκστασης, ερμηνεύονται σε μεγάλο βαθμό κατά γράμμα ή κυριολεκτικά. Δηλαδή, κατά την έκσταση η επικοινωνία βασίζεται στις λέξεις καθαυτές και όχι στις ιδέες πίσω από τις λέξεις. Υπάρχει επίσης μια συνακόλουθη μείωση της κριτικής ικανότητας των όσων λέγονται και μια αυξημένη αποδεκτικότητα του «παράλογου», ή καταστάσεων που δεν μπορούν να υφίστανται στην πραγματικότητα. Αυτός ο τρόπος αντίληψης της γλώσσας και της πραγματικότητας, είναι γενικά χαρακτηριστικός του ασυνειδήτου νου ή του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου.

Σύμφωνα μ’ αυτό το μοντέλο ύπνωσης, το άτομο εκκινεί από μία κατάσταση εγρήγορσης, που μετατρέπεται σε κατάσταση έκστασης μέσω υπνωτικής υποβολής, η οποία μπορεί να έχει τυπική μορφή ή μορφή συνομιλίας. Κατά τη διάρκεια της έκστασης το άτομο μπορεί να βιώσει διάφορες καταστάσεις ύπνωσης (είτε με υποβολή είτε αυθόρμητα). Όπως, για παράδειγμα, αναδρομή, αμνησία, ιδεοκινητικές και ιδεοαισθητηριακές αλλαγές (π.χ. αιώρηση και αναλγησία) και ψευδαισθήσεις. Η έκσταση μπορεί να αναπτυχθεί σε διάφορα επίπεδα, συνήθως με την έννοια του βάθους. Σε σχέση με την αντίληψη αποδυνάμωσης της συνείδησης του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου που αναφέραμε προηγουμένως, η έννοια του βάθους συσχετίζεται με το βαθμό αυτής της αποδυνάμωσης.

H ύπνωση αυτή καθαυτή δεν είναι θεραπεία, η κατάσταση της ύπνωσης, ή η κατάσταση της έκστασης ή τροποποιημένης συνειδητότητας που προκαλείται από την ύπνωση, χρησιμοποιείται σαν πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να γίνει ιδιαίτερα αποτελεσματική και ταχεία θεραπευτική αγωγή για διάφορα ψυχολογικά, συναισθηματικά και ψυχοσωματικά προβλήματα. Όταν η ύπνωση χρησιμοποιείται στην κλινική αγωγή ασθενών ή πελατών, ονομάζεται «κλινική ύπνωση», «θεραπευτική ύπνωση», «ιατρική ύπνωση» ή «υπνοθεραπεία». Σ’ αυτή την περίπτωση, ο θεραπευτής πρέπει να είναι εκπαιδευμένος στην ψυχοθεραπεία και στην ύπνωση. Στη διάρκεια μια συνεδρίας υπνοθεραπείας χρησιμοποιούνται τεχνικές ψυχοθεραπείας σε συνειδητή και σε υπνωτική κατάσταση.

Ο παρακάτω είναι ένας ορισμός της ύπνωσης σε σχέση με την υπνοθεραπεία:


Η ύπνωση είναι μια ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία η κριτική ικανότητα – ή η λογική – του ατόμου αναστέλλεται ή ελαττώνεται, οδηγώντας σε μια αύξηση της πιθανότητας αποδοχής της θεραπευτικής παρέμβασης. Σε αυτή την κατάσταση όλα τα αποκαλούμενα «υπνωτικά» φαινόμενα μπορούν να προταθούν από τον θεραπευτή και στη συνέχεια να παραχθούν από τον ασθενή (π.χ. αναλγησία, αμνησία, μετα-υπνωτική συμπεριφορά, ιδεοδυναμική συμπεριφορά, αποσύνδεση). Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκύψει φυσιολογικά ή να προκληθεί από τον θεραπευτή σε συνεργασία με τον ασθενή. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της ύπνωσης ασκείται η ψυχοθεραπεία.

Χαρακτηριστικές Ενδείξεις της Ύπνωσης: Όταν ένα άτομο βρίσκεται στην κατάσταση ύπνωσης συνήθως επιδεικνύει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά φαινόμενα:

Ατονία των μυών του προσώπου
• Αλλαγές στην απόχρωση του δέρματος
• Οι βολβοί των ματιών στρέφονται προς τα πάνω (εμφανίζεται μέρος του χιτώνα (άσπρου) του ματιού μεταξύ της κάτω βλεφαρίδας και το κάτω μέρους της κόρης
• Γρήγορες κινήσεις των ματιών (REM)
• Μείωση εθελουσίων κινήσεων ή ακινησία
• Καταληψία των άκρων (δεν μπορούν να μετακινήσουν χέρια, πόδια)
• Καταληψία οφθαλμών (δεν μπορούν να ανοίξουν τα μάτια)
• Αλλαγές στις ανακλαστικές αντιδράσεις του οισοφάγου. Συνήθως απουσία τέτοιων αντιδράσεων όπως συμβαίνει και κατά τη διάρκεια του ύπνου
• Αλλαγές στο ρυθμό και το βάθος της αναπνοής. Η αναπνοή γίνεται σημαντικά πιο αργή και κανονική
• Αλλαγές στο σφυγμό. Γίνεται πολύ πιο βραδύς από το φυσιολογικό
• Αν τα μάτια είναι ανοικτά, τα βλέφαρα τρεμοπαίζουν ή ανοιγοκλείνουν
• Κοκκινίζει το άσπρο των ματιών
• Εμφανίζονται δάκρυα στα μάτια
• Αυτόνομες (ασυνείδητες) κινήσεις, όπως σπασμοί, ελαφρά τινάγματα κ.λπ.
• Ιδεοκίνηση. Κινήσεις των χεριών, των δαχτύλων, του κεφαλιού και άλλων μερών του σώματος οι οποίες προκαλούνται ασυνείδητα από τις εντολές του θεραπευτή
• Αν τα μάτια είναι ανοιχτά. Απλανές ή μακρινό βλέμμα
• Σημαντική επιβράδυνση του χρόνου αντίδρασης ή ανταπόκρισης
• Ψυχολογική αποσύνδεση
• «Λογική της έκστασης» (trance logic). Κυριολεκτική αντίληψη των λέξεων, μη λογική σύνδεση νοημάτων
• Παραμόρφωση της πραγματικότητας (μείωση ή έλλειψη της κριτικής λειτουργίας)
• Προσήλωση της προσοχής. Έντονη τάση στο άτομο να προσηλώνει αποκλειστικά την προσοχή του στη φωνή του θεραπευτή αγνοώντας απόλυτα ό,τι άλλο συμβαίνει γύρω του
Η πιο χαρακτηριστική ένδειξη ότι το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης είναι το κοκκίνισμα του άσπρου των ματιών το οποίο παρατηρείται σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις.
Μια άλλη χαρακτηριστική ένδειξη είναι ότι το άτομο δεν μπορεί να ανοίξει τα μάτια του όσο κι αν προσπαθεί μετά από την κατάλληλη υποβολή που έχει δεχτεί από τον θεραπευτή.

Ο παρακάτω μάλλον μακροσκελής ορισμός της ύπνωσης προέρχεται από τον Αμερικανικό Ψυχολογικό Σύλλογο – Τομέας 30 Ψυχολογική Ύπνωση (American Psychological Association – Division 30 Psychological Hypnosis). Ο ορισμός του APA έχει γίνει αποδεκτός από ένα μεγάλο αριθμό ειδικών πολλών θεωρητικών κατευθύνσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται κορυφαίοι ερευνητές της ύπνωσης όπως η Erika Fromm και ο Ernest Hilgard, και είναι αυτή τη στιγμή ο μάλλον επικρατέστερος. Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι αυτός ο ορισμός δεν είναι γενικά αποδεκτός από όλους τους ειδικούς και ερευνητές και του έχει ήδη ασκηθεί σημαντική κριτική:

Η ύπνωση είναι μια διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας ένας επαγγελματίας υγείας ή ένας ερευνητής προτείνει σε έναν πελάτη ή ασθενή να βιώσει αλλαγές στις αισθήσεις, στην αντίληψη, στη σκέψη ή στη συμπεριφορά του. Το πλαίσιο της ύπνωσης καθορίζεται σε γενικές γραμμές από μια εισαγωγική διαδικασία. Παρότι υπάρχουν πολλά είδη υπνωτικής υποβολής, τα περισσότερα περιλαμβάνουν υποβολές-προτάσεις για χαλάρωση, ηρεμία και ευεξία. Ακόμη, δίνονται συχνά οδηγίες στο άτομο να φανταστεί ή να σκεφτεί κάποιες ευχάριστες εμπειρίες.
Οι άνθρωποι ανταποκρίνονται στην ύπνωση με ποικίλους τρόπους. Κάποιοι περιγράφουν την εμπειρία τους ως μια διαφορετική κατάσταση της συνείδησης. Άλλοι ως ένα φυσιολογικό στάδιο εστιασμένης προσοχής, κατά το οποίο αισθάνονται πολύ ήρεμοι και χαλαρωμένοι. Άσχετα με τον τρόπο και το βαθμό στον οποίο ανταποκρίνονται, οι περισσότεροι βρίσκουν την εμπειρία πολύ ευχάριστη. Κάποιοι άνθρωποι ανταποκρίνονται ιδιαίτερα στην υπνωτική υποβολή και κάποιοι άλλοι λιγότερο. Η ικανότητα ενός ατόμου να βιώνει την υπνωτική υποβολή μπορεί να μειωθεί από φόβους και ανησυχίες που οφείλονται σε συνήθεις εσφαλμένες αντιλήψεις. Σε αντίθεση με τις περιγραφές που υπάρχουν στα βιβλία, στις κινηματογραφικές ταινίες ή στα τηλεοπτικά προγράμματα για την ύπνωση, τα άτομα τα οποία υπνωτίζονται δεν χάνουν τον έλεγχο της συμπεριφοράς τους. Συνήθως έχουν επίγνωση του ποιοι είναι και που βρίσκονται και εάν δεν προηγηθεί συγκεκριμένη υποβολή για αμνησία, συνήθως θυμούνται τι συνέβη κατά τη διάρκεια της ύπνωσης. Η ύπνωση διευκολύνει του ανθρώπους να βιώσουν τις υποβολές, αλλά δεν τους αναγκάζει να έχουν αυτές τις εμπειρίες. Δεν πρόκειται για ένα είδος θεραπείας όπως η ψυχανάλυση ή η θεραπεία της συμπεριφοράς. Αντίθετα, είναι μια διαδικασία που χρησιμοποιείται για να διευκολύνει τη θεραπεία. Επειδή δεν είναι θεραπεία από μόνη της, η εκπαίδευση στην ύπνωση δεν επαρκεί για να ασκήσει κανείς θεραπευτικές παρεμβάσεις. Η κλινική ύπνωση θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο από ειδικά εκπαιδευμένους και αναγνωρισμένους επαγγελματίες υγείας οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί στην κλινική χρήση της ύπνωσης και εργάζονται σε ανάλογους χώρους. Η ύπνωση έχει χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του πόνου, της κατάθλιψης, του άγχους, της ψυχολογικής πίεσης, των διαταραχών έξης και πολλών άλλων ψυχολογικών και ιατρικών προβλημάτων. Ωστόσο, μπορεί να μην είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση όλων των ψυχολογικών προβλημάτων ή για όλα τα άτομα. Η απόφαση να χρησιμοποιηθεί ή ύπνωση ως βοηθητική στη θεραπεία μπορεί να ληφθεί μόνο μετά από υπόδειξη ενός εξειδικευμένου θεραπευτή υγείας, ο οποίος γνωρίζει άριστα τη χρήση αλλά και τους περιορισμούς της. Εκτός από την κλινική πρακτική, η ύπνωση χρησιμοποιείται και στην έρευνα με σκοπό την ανακάλυψη περισσότερων στοιχείων σχετικά με την ίδια την ύπνωση αλλά και σχετικά με την επίδρασή της στις αισθήσεις, στην αντίληψη, στη μάθηση, στη μνήμη και στη φυσιολογία. Οι ερευνητές μελετούν επίσης τη χρησιμότητά της στην αντιμετώπιση σωματικών και ψυχολογικών προβλημάτων.

Επίσης τα παρακάτω θεμελιώδη αξιώματα έχουν ασκήσει και συνεχίζουν να ασκούν μεγάλη επιρροή στον τρόπο διεξαγωγής της υπνοθεραπείας:

Η κατάσταση ύπνωσης – ή «έκσταση» – είναι φυσική και μπορεί να προκύψει και χωρίς την τυπική υποβολή της από τον υπνοθεραπευτή.
2. Κάθε είδος ύπνωσης είναι αυτο-ύπνωση.
3. Το ασυνείδητο του κάθε ατόμου διαθέτει τις απαραίτητες δυνάμεις και πηγές για ίαση και αυτοσυνειδησία.
4. Ο πελάτης ή ασθενής είναι ικανός να εμπλακεί στη διεργασία που ονομάζεται «διερεύνηση του ασυνειδήτου» για να «αποκαλύψει» τις ασυνείδητες δυνάμεις και πηγές του που θα τον βοηθήσουν να βρει λύση στα προβλήματά του. Με τη χρήση διαφόρων υπνοαναλυτικών προσεγγίσεων είναι επίσης δυνατή και η ασυνείδητη διερεύνηση των απωθημένων δυναμικών που ευθύνονται για τη στήριξη κα τη διατήρηση των συμπτωμάτων.
Τα παραπάνω αξιώματα είναι παρόμοια με αυτά που διατύπωσε ο Milton Erickson, ένας από τους σημαντικότερους πρωτοπόρους στην έρευνα και εφαρμογή της κλινικής ύπνωσης, στη χρηστική του προσέγγιση για την ύπνωση και την ψυχοσωματική ίαση. Ο Erickson χρησιμοποίησε τον όρο «ασυνείδητο» για να αναπαραστήσει τον πυρήνα του ανθρώπου. Κατ’ αυτόν, το θεραπευτικό έργο συνίσταται στη δημιουργία προϋποθέσεων που θα ενθαρρύνουν και θα διευκολύνουν την ανάδυση του ασυνειδήτου ως θετικής δύναμης. Σύμφωνα με τον Erickson: «Οι ασυνείδητες διεργασίες μπορούν να λειτουργήσουν με έξυπνο, αυτόνομο και δημιουργικό τρόπο … Οι άνθρωποι έχουν στο ασυνείδητό τους αποθηκευμένες όλες τις απαραίτητες δυνάμεις και πηγές για να μεταμορφώσουν τις εμπειρίες τους».

Ο Erickson θεωρούσε ότι η «εμπλοκή» είναι η ουσία της δυναμικής της υποβολής «διότι το σημαντικό δεν είναι αυτό που λέει ο θεραπευτής αλλά τι κάνει με αυτό ο ασθενής». Προτού αναφερθούμε στις ψυχολογικές επιπτώσεις, θα πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό ότι ο θεραπευτής προσφέρει απλώς ένα ερέθισμα, η υπνωτική πλευρά των ψυχολογικών επιπτώσεων δημιουργείται υποσυνείδητα από τον πελάτη. Η πιο αποτελεσματική πλευρά κάθε υποβολής είναι αυτή η οποία διεγείρει τους συνειρμούς και τις ψυχολογικές διεργασίες του ίδιου του ασθενή και τις οδηγεί σε αυτόματη δράση. Αυτή ακριβώς η αυτόματη δράση των συνειρμών και των ψυχολογικών διεργασιών του ίδιου του ασθενή δημιουργεί την υπνωτική εμπειρία.

Σύμφωνα με αυτή τη προσέγγιση (Ericksonian), οι άνθρωποι διαθέτουν μέσα τους όλες τις απαραίτητες δυνάμεις και ικανότητες για να λύσουν οι ίδιοι τα προβλήματά τους, σε πολλές περιπτώσεις όμως δεν καταφέρνουν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις ικανότητες είτε επειδή δεν πιστεύουν ότι τις έχουν είτε επειδή το κοινωνικό περιβάλλον δεν τους ενθαρρύνει ή δεν τους επιτρέπει να τις αξιοποιήσουν, είτε επειδή γενικά δεν έχουν μάθει να χρησιμοποιούν τις εσωτερικές τους δυνάμεις και ικανότητες. Οι διάφορες συνειδητές αξίες και πεποιθήσεις που έχει αποδεχτεί και υιοθετήσει το άτομο από το κοινωνικό του περιβάλλον, περιχαρακώνουν τις εσωτερικές ασυνείδητες γνώσεις, δυνάμεις και ικανότητές του. Όταν όμως η συνειδητή σκέψη και τα περιορισμένα πιστεύω ενός ανθρώπου διαταραχθούν, αναστέλλεται προσωρινά το συνηθισμένο πλαίσιο αναφοράς του. Μια τέτοια διαταραχή η οποία ενεργεί ως καταλύτης μπορεί να συμβεί φυσιολογικά κατά τη διάρκεια μιας έντονης κρίσης στη ζωή του ατόμου, ή τεχνητά μέσω του διαφορετικού από τον συνηθισμένο τρόπου που βιώνει τον εαυτό του κατά την ύπνωτική θεραπεία. Αυτή η μεταβολή δίνει στο άτομο μια θεραπευτική δυνατότητα ή ευκαιρία να ανασύρει και να βιώσει εσωτερικές φυσικές ικανότητες που είχαν ξεχαστεί ή αποκηρυχθεί εξαιτίας κάποιων εμφυτευμένων περιοριστικών πεποιθήσεων ή πιέσεων που δέχτηκε από το περιβάλλον του (συνήθως σε πολύ νεαρή ηλικία). Αυτές οι επανακτηθείσες φυσικές γνώσεις, δυνάμεις και ικανότητες συνδέονται στη συνέχεια με τα τυπικά ερεθίσματα του κοινωνικού περιβάλλοντος (νέοι συνειρμοί) έτσι ώστε, όταν το άτομο επανέλθει στο κοινωνικό του πλαίσιο και δεχθεί τα αρχικά ερεθίσματα, να διαπιστώσει ότι πρόκειται για νέες ή αχρησιμοποίητες επιλογές που του επιτρέπουν τώρα οι ενεργοποιημένες δυνάμεις και ικανότητές του. Τα ερεθίσματα δεν πυροδοτούν πια τους αρνητικούς ή περιοριστικούς συνειρμούς, αντίθετα, εγείρουν συνειρμούς που σχετίζονται με νέες προσωπικές ικανότητες και δυνάμεις.

Μέσω της υπνοθεραπείας λοιπόν συντελείται ένας επανασυνειρμός της εμπειρικής ζωής του ατόμου. Επειδή συνήθως οι εσωτερικές δυνάμεις και ικανότητες ανασύρονται και επανασυνδέονται με τη βοήθεια έμμεσων τεχνικών, το άτομο συχνά δεν συνειδητοποιεί πόσα έχει καταφέρει ή πόσο έχει αλλάξει παρά μόνο μετά από κάποιο χρονικό διάστημα και αφού η επαφή του με σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του καθώς και η πρακτική εμπλοκή του σε ορισμένες καταστάσεις, οι οποίες παλαιότερα του προκαλούσαν έντονο άγχος ή άλλα δυσάρεστα συναισθήματα, του προσφέρουν την ευκαιρία να παρατηρήσει τις αλλαγές.

copyright © 2006 Δρ. Δόβελος Ιωάννης
Διευθυντής Κέντρου Εφαρμοσμένης Ψυχοθεραπείας & Συμβουλευτικής
Υπεύθυνος τμήματος Βιοθυμικής Ψυχοθεραπείας – Κλινικής Ύπνωσης
Κέντρο Εφαρμοσμένης Ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής

Κοινοποίηση :